-
1 βραχεία
βραχείᾱ, βραχύςshort: fem nom /voc /acc dual——————βραχείᾱͅ, βραχύςshort: fem dat sg (doric aeolic) -
2 βραχεια
-
3 βραχεία
-
4 βραχεῖα
-
5 βραχείᾳ
Βλ. λ. βραχεία -
6 βραχείας
βραχείᾱς, βραχύςshort: fem acc plβραχείᾱς, βραχύςshort: fem gen sg (doric aeolic) -
7 βραχείαι
βραχείᾱͅ, βραχύςshort: fem dat sg (doric aeolic) -
8 βραχύς
εία, ύ 1.1) короткий, маленький;βραχεία απόσταση — короткое расстояние;
βραχύ ανάστημα — небольшой рост;
2) краткий, кратковременный, непродолжительный;βραχεία προθεσμία — краткий срок;
εν βραχεί χρόνο — в скором времени, вскоре;
3) краткий, лаконичный;διά βραχέθ3ν — коротко, вкратце;
4) грам, краткий (гласный и т. п.);5) эл. короткий;βραχο κύκλωμα — короткое замыкание;
βραχέα κύματα — короткие волны;
2.:τα βραχέα — грам, краткие гласные
-
9 πρόφασις
A motive or cause alleged, whether truly or falsely: then, actual motive or cause, whether alleged or not:I alleged motive, plea, without implication of truth or falsity, ἐπὶ σμικρῇ π. Thgn.323;νόστου π. γλυκεροῦ κώλυεν μεῖναι Pi. P.4.32
;κατὰ θεωρίης πρόφασιν ἐκπλώσας Hdt.1.29
;π. ἔχων, ὡς.. Id.6.133
; καὶ ἐπὶ μεγάλῃ καὶ ἐπὶ βραχείᾳ π. whether the plea put forward be a trifle or a weighty matter, Th.1.141; τῆς αἰτίας τὴν π. the plea in the case, the basis of the charge, Lys.9.7; τοιαύτας ἔχοντες π. καὶ αἰτίας pleas and motives, Th.3.13; π. ἐπιεικής ib.9;ἀναγκαῖαι Is.4.20
, D.54.17; προφάσεις ἀληθεῖς λέγοντος pleading what was in fact true, And.4.17.2 falsely alleged motive (or cause), pretext, pretence, excuse, π. ἰδίης ἀβουλίης an excuse for.., Democr.119;οὔτε τιν' ἔχων π. οὔτε λόγον εὐτράπελον Ar.V. 468
(lyr.);καλλίστην εἶναι π., τιμωρεῖσθαι μὲν δοκεῖν, ἔργῳ δὲ χρηματίζεσθαι Lys.12.6
: abs. in acc., πρόφασιν in pretence, ostensibly,στενάχοντο γυναῖκες Πάτροκλον π., σφῶν δ' αὐτῶν κήδε' ἑκάστη Il.19.302
, cf. Hdt.5.33, E.IA 362 (troch.), Ar.Eq. 466, etc.; opp. τὸ ἀληθές, Th.6.33: in dat.,προφάσει Id.3.86
; προφάσει τῶν δημοσίων on the pretence that public debts are owing, OGI669.15 (Egypt, i A.D.); προφάσιος [εἵνεκεν], προφάσεως ἕνεκα, Hdt.4.135, Antipho 6.14;προφάσεως χάριν Arist.Pol. 1297a14
; ἐκ μικρᾶς π. Plb.2.17.3;ἐπὶ προφάσιος Hdt.7.150
: folld. by an inf., αὕτη γὰρ ἦν σοι π. ἐκβαλεῖν ἐμέ for casting me out, S.Ph. 1034;οὔτε.. ἔστιν οὐδεμία π. τοῦ μὴ δρᾶν Pl.Ti. 20c
; π. τοῖς δειλοῖς ἔχει μὴ ἰέναι gives them an excuse or plea for not going, Id.R. 469c;οὐδεμία σοι π. ἐστιν ὡς.. X.Cyr.2.2.15
; εὑρὼν π. BGU 1024 vi 21 (iv A.D.).b phrases, πρόφασιν διδόναι, ἐνδοῦναι, allow, afford an excuse, D.43.53, 18.158;οὐκ ἐνδώσομεν π. οὐδενὶ κακῷ γενέσθαι Th.2.87
; π. μηδεμίαν θέμενος making no excuse, Thgn.364; π. προτεῖναι put forward a pretext, Hdt. 1.156;π. τὴν Παυσανίεω ὕβριν προϊσχόμενοι Id.8.3
;προφάσεις παρέχειν Ar.Av. 581
, cf. D.10.35, 18.156; προφάσιας εἷλκον kept making pretences, Hdt.6.86;πάσας π. ἕλκουσιν Ar.Lys. 726
;π. δέχεσθαι Pl.Cra. 421d
(cf.ἀγών 111.5
);π. εὑρίσκειν τοῦ ἀδικήματος Antipho 5.65
;π. καλῶς εὑρημένη Archipp.36
;ἔχθρας π. ζητήσουσιν Pl.Phdr. 234a
, cf. PCair.Zen.270.9 (iii B.C.);π. τινὰ πρεσβείας πορισάμενοι Pl.Ep. 350a
;π. κατασκευάσαι X.Cyr.2.4.17
; ἔχει προφάσεις it is excusable, ib.3.1.27; ;προφάσεις εὐλόγους εἰλήφεσαν D.18.152
;ἐχόμενος προφάσιος Hdt.6.94
;ἐπιλαβέσθαι Id.3.36
, 6.49;τὰς π. ἀφελεῖν D.2.27
;προφάσεως δεῖσθαι Arist. Rh. 1373a3
: personified, τὰν Ἐπιμαθέος ὀψινόου θυγατέρα Π. Pi.P.5.28.c elliptically, μή μοι πρόφασιν no excuse, no shuffling, Ar. Ach. 345;μὴ προφάσεις ἐνταῦθά μοι Alex.127.1
.II the actual motive, purpose, or cause, whether alleged or not, ; ; τὸ ἐκ προφάσεως τῶν.. στρατιωτῶν δηληγατευθὲν μέτρον ἐλαίου for the purpose of.., PLips.64.2, cf. 8 (iv A.D.);τὴν ἀληθεστάτην π., ἀφανεστάτην δὲ λόγῳ Th.1.23
, cf. 6.6, D.18.156, SIG 888.138 (Scaptopara, iii A.D., pl.): esp. as a medical t.t., external exciting cause, ἐκ πάσης π. ἐκτιτ ρώσκουσι they miscarry on any provocation, Hp.Aph.3.12, cf.Epid.3.3, 3.17.ιά, Acut.(Sp.) 6;τοὺς δ' ἄλλους ἀπ' οὐδεμιᾶς π... τῆς κεφαλῆς θέρμαι.. ἐλάμβανε Th.2.49
: pl., Hp. Aër.16, Fract.15, al.: generally, cause,σμικρὰ π. ἔξωθεν Pl.R. 556e
; βραχεῖα π. Hp.Coac. 477;ἀπὸ μηδεμιᾶς π. ἔξωθεν ἀξιολόγου Diocl.Fr. 82
; φανερὴ π. Hp.Aph.2.41, cf. X.HG6.4.33;ἐπεὶ δέ οἱ ἔδεε κακῶς γενέσθαι, ἐγένετο ἀπὸ προφάσιος τὴν ἐγὼ.. ἀπηγήσομαι Hdt.2.161
, cf. 4.145, 7.230;ἄνθρωπός εἰμι, τοῦτο δ' αὐτὸ τῷ βίῳ π. μεγίστην εἰς τὸ λυπεῖσθαι φέρει Diph.106
, cf. Men.230, 811, Philem.194; βραχείας προφάσεως ἔδει μόνον ἐφ' ᾗ.. δεξόμεθα.. it needed but a little to move us to.., E.IA 1180.2 occasion, θοἰμάτιον δεικνὺς τοδὶ πρόφασιν ἔφασκον, ὦ γύναι, λίαν σπαθᾷς I said à propos,.. I took occasion to say.., Ar.Nu.55; ἐπὶ τῇ ἐμῇ π. à propos of me, Lys.6.19; ἐπὶ τῇ π. τῆς ἐμαυτοῦ ἀρχῆς on the occasion of my accession, PFay.20.11 (iii/iv A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόφασις
-
10 εὐ-φροσύνη
εὐ-φροσύνη, ἡ, ep. ἐϋφροσύνη, Frohsinn, Heiterkeit, Freude bes. beim Mahle, ἀλλήλῃσι γέλωτα καὶ εὐφροσύνην παρέχουσαι Od. 20, 8; 23, 52; im plur., ϑυμὸς αἰὲν ἐϋφροσύνῃσιν ἰαίνεται 6, 155; Pind. u. Tragg., wie Aesch. ϑυμὸν ἀλδαίνουσαν ἐν εὐφροσύναις Prom. 537; τινὶ παρέχειν Plat. Tim. 80 b; Folgde; auch im plur., wie Xen. Cyr. 8, 1, 32. – Bei Orph. H. 2, 5 = Vorigem, die Nacht, die Wohlwollende. – Ammon. erkl. εὐφρ. πάϑος χρόνιον μετὰ σωφροσύνης γιγνόμενον, während εὐϑυμία nur eine βραχεῖα ψυχῆς χαρά ist.
-
11 ἐπι-πλοκή
ἐπι-πλοκή, ἡ, Verflechtung, Verknüpfung, Luc. Char. 16; der Umgang, Ver Kehr, βραχεῖά τις ἦν ἐπιπλοκὴ πρὸς ἀλλήλους Pol. 5, 37, 2; εἰς Πελοπόννησον 4, 3, 3, öfter; καὶ συνήϑεια Strab. XIV, 662; von fleischlicher Vermischung, D. Sic. 4, 9. 5, 32, wie Plut. Sol. 20. – In der Metrik, Hephaest. p. 83 ff.
-
12 ῥῆσις
ῥῆσις, ἡ, das Sagen, Sprechen, Reden, das Wort, die Rede; μύϑου καὶ ῥήσιος, Od. 21, 291; παλίγγλωσσον ῥῆσιν ϑέσαν, Pind. N. 1, 59; ἀνϑρώπων παλαιαί, Ol. 7, 55, Sage, Erzählung; vgl. Her. 1, 152; μακράν γε μὲν δὴ ῥῆσιν οὐ στέργει πόλις, Aesch. Suppl. 270, vgl. 610 Ag. 1295, βραχεῖα, Soph. frg. 62, μακρά, καλλίστη, Ar. Ach. 391 Vesp. 580; καταπλέξαι τὴν ῥῆσιν, die Rede endigen, Her. 8, 83; ἡ ἀπὸ Σκυϑῶν ῥῆσις, das von den Scythen entnommene Wort, 4, 127; ξυνεχής, Thuc. 5, 85; ῥῆσιν μακρὰν ἀποτείνειν, Plat. Rep. X, 605 d, wie ῥήσεις παμμήκεις ποιεῖν, Phaedr. 268 c, auch ῥήσεις λέγειν, Legg. VII, 811 a. – Die Stelle eines Schriftstellers, Ἀριστοφάνειαι, Plut. Symp. 7, 8, 4. – Auch die Redensart, Gramm.
-
13 γνωριμος
I2 и 31) известный, знакомый(γνώριμα λέγειν Plat.)
2) понятный, доступный(γνώριμα μαθεῖν Isae.; παράκλησις βραχεῖα καὴ γ. τοῖς ἀκούουσιν Polyb.)
3) знакомый, состоящий в знакомстве Plat., Dem.4) известный, знаменитый(ἄνδρες Arst.; ἔνδοξος καὴ γ. Dem.)
IIὅ1) знакомец, знакомый(ἑταῖρος ἢ γ. ἄλλος Hom.; συνήθεις καὴ γνώριμοι Plat.; ἢ φίλος ἢ γ. Dem.)
2) последователь, ученик, слушатель(γνώριμοι καὴ μαθηταί Plut.)
3) известный человек, знаменитость4) знатный человек; pl. знать(ὅ δῆμος καὴ οἱ λεγόμενοι γνώριμοι Arst.; γνώριμοι καὴ πλούσιοι Plut.)
-
14 εμφαντικος
31) выражающий, обозначающий(πάθους τινός Plut.)
2) выразительный(παράκλησις βραχεῖα μέν, ἐμφαντικέ δὲ καὴ γνώριμος τοῖς ἀκούουσιν Polyb.)
-
15 καταμετρεω
1) отмеривать, отвешивать(σῖτόν τισι Her.)
2) размеривать, планировать (sc. τὸν παράδεισον Xen.)3) измерять, производить обмер(τὸν τοῦ Πυθίου νεών Plut.; med. τὰ μέρη τῆς σκηνῆς Polyb.)
κ. σκιάν Plut. — измерять тень (по солнечным часам), т.е. определять время4) измерять, служить мерой(ὅ λόγος καταμετρεῖται συλλαβῇ βραχείᾳ καὴ μακρᾷ Arst.)
τὰ καταμετροῦντα Arst. — поддающееся измерению, измеримое -
16 συνάντημα
το, συνάντηση (-ις (-εως)] η встреча (в рази, знач); слёт;τυχαία (βραχεία, ευτυχής) συνάντηση — случайная (короткая, счастливая) встреча;
έχω συνάντηση — у меня деловое свидание;
ποδοσφαιρική συνάντηση — футбольная встреча
-
17 βραχεί'
-
18 βραχεῖ'
-
19 καταρρυπαίνω
A- ρυπᾰνῶ Isoc.12.63
:—defile, sully, ταῖς κατηγορίαις τὰς εὐεργεσίας l. c., cf. Pl.Lg. 919e, 937d;ἑαυτόν Arist.Ath. 6.3
, cf. Lib.Or.64.41; ἀκόλαστα ῥήματα τοὺς λέγοντας κ. Plu.2.456c; βραχείᾳ κηλῖδι τοὺς πόνους κ. Chor.Milt.64.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταρρυπαίνω
-
20 λήγω
Aἔλληξα A.R.2.84
:—stay, abate,Ἰδομενεὺς δ' οὐ λῆγε μένος μέγα Il.13.424
, cf. 21.305;λ. γόον AP7.549
(Leon. Alex., s.v.l.): c. gen., οὐδέ κεν ὣς ἔτι χεῖρας ἐμὰς λήξαιμι φόνοιο would stay my hands from slaughter, Od.22.63.II more freq. intr., leave off, cease, of speaking, etc., οὐ λήξω, πρὶν .. Il.19.423;οὐδέ τ' ἔληγε θεὸς μέγας 21.248
;ἐν σοὶ μὲν λήξω, σέο δ' ἄρξομαι 9.97
, cf. Hes. Op. 368; λ. [ἡ ἀτραπὸς] κατὰ Ἀλπηνὸν πόλιν comes to an end at.., Hdt.7.216, cf. Th.7.6;ἡ ἡμέρη ἔληγε Hdt.9.52
, cf. X.An.7.6.6; of heat, wind, rain, etc.,λ. μένος ἠελίοιο Hes.Op. 414
;λήξαντος οὔρου Pi.P.4.292
; ψακὰς λ., νότος λ., A.Ag. 1534 (lyr.), S.Aj. 258 (anap.);ἅμα τῷ τοῦ σώματος ἄνθει λήγοντι Pl.Smp. 183e
.2 c. gen., stop, cease from a thing, ἔριδος, χόλοιο, φόνοιο, ἀπατάων, πόνου, χοροῖο, Il.1.319, 224, 6.107, Od.13.294, Il.10.164, 3.394;ἀοιδῆς Hes.Th.48
(dub. l.); (troch.); θρήνων, γόων, S.El. 104 (anap.), 353; ; λ. τοῦ βίου, i.e. to die, X.Ap.8;φύλλα πτόρθοιο λ. Hes.Op. 421
; alsoλ. ἀπ' ἔργων A.R.4.928
: c. dat.,λ. τῇ αὐθαδίᾳ PTeb.16.9
(ii B.C.).3 c. part.,ὁπότε λήξειεν ἀείδων Il. 9.191
, cf. Od.8.87;οὐ πρὶν λήξω.. ἐναρίζων Il.21.224
;εὖτ' ἂν φλέγων.. ἥλιος χθόνα λήξῃ A.Pers. 365
, cf. 831; ;λήγει κινούμενον Pl.Phdr. 245c
, etc.4 with Preps.,λ. ἔς τι Hdt.4.39
, Plot.3.2.2;ἐπὶ τῶν ὀνειδῶν App.Hisp.75
(73).5 Gramm., terminate, of a word,εἰς ε ¯ λ. A.D.Pron.11.9
, cf. D.T.639.20; also λήγεσθαι c. dat., μακρᾷ, βραχείᾳ, An.Ox.2. 313.6 follow logically, Them.in Ph.115.5; τὸ λῆγον, opp. τὸ ἡγούμενον, the consequent, opp.antecedent, Chrysipp.Stoic.2.70, S.E. P.2.111, 112.7 of months, = φθίνω, IG12(3).325.20 ([place name] Thera); alsoπερὶ λήγοντα τὸν ἐνιαυτόν D.24.98
;τοῦ χειμῶνος -οντος Th.5.81
; so perh. εἰς τὸ λῆγον is to be read for εἰς τὸ λῆγος in Gp.12.1.4.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βραχεία — βραχείᾱ , βραχύς short fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχείᾳ — βραχείᾱͅ , βραχύς short fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχεία — η χοντρό επανωφόρι, ημίπαλτο: Οι στρατιωτικές βραχείες είναι πολύ ζεστά ρούχα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βραχεῖα — βραχύς short fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχείας — βραχείᾱς , βραχύς short fem acc pl βραχείᾱς , βραχύς short fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχεῖ' — βραχεῖα , βραχύς short fem nom/voc sg βραχεῖαι , βραχύς short fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχείαι — βραχείᾱͅ , βραχύς short fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
τροχαίος — Δισύλλαβος πόδας της αρχαίας ελληνικής μετρικής, που έχει την πρώτη συλλαβή μακρά (θέση) και τη δεύτερη βραχεία (άρση), είναι δηλαδή του τύπου –’ υ. Είναι ακριβώς αντίθετος από τον ίαμβο, ο οποίος είναι επίσης δισύλλαβος πόδας, αλλά σε αυτόν… … Dictionary of Greek
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
SIBYNA — apud Tertullian. adv. Marc. l. 3. c. 21. Et concident machaeras suas in aratra, et sibynas in salces> σιβύνη Ephippo apud Athenaeum l. 12. ζιβύνη Graecis Interpp. Ierem. c. 6. v. 23. Aristagorae et Herod. 1. 5. est αἰχμὴ βραχεῖα, hasla brevis … Hofmann J. Lexicon universale